εξάρι

εξάρι
τό
1) шестёрка (в картах); 2) см. εξάρα 1; 3) шестикомнатная квартира

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "εξάρι" в других словарях:

  • εξάρι — το 1. το αριθμητικό σύμβολο 6 (έξι) 2. το τραπουλόχαρτο που έχει επάνω του τον αριθμό έξι 3. η πλευρά τού κύβου, τού ζαριού που έχει έξι στίγματα 4. η βαθμολογία που αντιστοιχεί στο έξι …   Dictionary of Greek

  • εξάρι — το 1. το έξι (βλ. λ.). 2. το τραπουλόχαρτο με τον αριθμό έξι. 3. η εξάρα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έξι — αριθμ. απόλ. άκλ. 1. ποσότητα που αποτελείται από πέντε και μια μονάδα. 2. σε χρονολογίες, ώρα ή ηλικία χρησιμοποιείται στη θέση του τακτ. έκτος: Στις έξι Ιανουαρίου (την έκτη ημέρα του Ιανουαρίου). – Έκλεισε τα έξι (συμπλήρωσε το έκτο έτος της… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξάρα — η (μεγεθυντικό του εξάρι) 1. το κόκαλο του ντόμινου, που έχει από έξι μαύρες κοιλότητες στα δύο του χωρίσματα, το διπλό έξι. 2. στον πληθ. εξάρες (για παιχνίδια που παίζονται με ζάρια), η περίπτωση που τα δύο ζάρια στο ρίξιμό τους σταματούν το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»